- συμπολίτῃ
- συμπολί̱τῃ , συμπολίτηςfellow-citizenmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
συμπολίτευση — η / συμπολίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι] νεοελλ. το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη μσν. μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους αρχ. η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να … Dictionary of Greek
Αριστογείτων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. O τυραννοκτόνος. Βλ. λ. Αρμόδιος και Αριστογείτων. 2. Θηβαίος ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον συμπολίτη του γλύπτη Υπατόδωρο, κατασκεύασε το περίφημο χάλκινο σύμπλεγμα των Επτά επί Θήβαις. Οι Αργείοι… … Dictionary of Greek
Διοκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας των Μεγαρέων. Σκοτώθηκε σε μία μάχη, ενώ προσπαθούσε να σώσει νεαρό συμπολίτη του που κινδύνευε. Προς τιμήν του θεσπίστηκαν τα Διόκλεια. Στον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, ο Δ. αναφέρεται μεταξύ των βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Κέβης — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Θηβαίος φιλόσοφος. Αρχικά υπήρξε μαθητής του φιλοσόφου Φιλολάου, με τον συμπολίτη του Σίμμιο. Αργότερα μαθήτευσαν κοντά στον Σωκράτη, προς τον οποίο έδειξαν μεγάλη αφοσίωση. Προσφέρθηκαν μάλιστα να πληρώσουν το ποσό που… … Dictionary of Greek
Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… … Dictionary of Greek
Μελότσο ντα Φορλί — (Melozzo da Forli, Φορλί 1438 – 1494). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Εργάστηκε στη Ρώμη, στο Ουρμπίνο και στο Λορέτο, με το έργο του να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά της σχολής της Ούμπρια. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών … Dictionary of Greek
Σαμάρας, Σπύρος — Έλληνας συνθέτης (Κέρκυρα 1861 ή 1862 – Αθήνα 1917). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη γενέτειρα του με το συμπολίτη του συνθέτη Σπύρο Ξύνδα. Το 1871 έρχεται στην Αθήνα, όπου σπουδάζει στο νεοσύστατο τότε Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek